ENTRE OLIVOS ©

ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΑ ΛΙΟΔΕΝΤΡΑ ©

 

 

Se vieron por primera vez en la plaza cuando ella, como todos los días, se acercó a la fuente para recoger agua en el cántaro que llevaba apoyado en la cadera. Se miraron sin apenas detenerse el uno en el otro, pero, poco  después, él reparó en el grupo de jóvenes, que estaban alrededor de la fuente, y ella continuaba allí junto a las muchas de su edad, que también habían acudido a por agua y aprovechaban el encuentro para reír y charlar animadamente. La observó con disimulado interés, hasta que sus compañeros le llamaron la atención con bromas que no llegó a entender.

Ειδώθηκαν για πρώτη φορά στην πλατεία όταν εκείνη, όπως κάθε μέρα, πλησίασε στην πηγή για να γεμίσει με νερό τη στάμνα που στήριζε στο γοφό της. Κοιτάχτηκαν σχεδόν χωρίς να σταθεί το βλέμμα του ενός στον άλλον, αλλά μετά από λίγο εκείνος πρόσεξε την ομάδα των νεαρών που βρίσκονταν γύρω από την πηγή, ενώ εκείνη παρέμενε εκεί μαζί με πολλές άλλες κοπέλες της ηλικίας της που είχαν έρθει κι εκείνες για νερό, και με αφορμή τη συνάντησή τους γελούσαν και φλυαρούσαν ζωηρά. Την παρατήρησε προσπαθώντας να κρατήσει κρυφό το ενδιαφέρον του, μέχρι τη στιγμή που τράβηξαν την προσοχή του τα ακαταλαβίστικα αστεία των συντρόφων του.

 

 

Al domingo siguiente volvió a verla cuando salía de la liturgia de la pequeña iglesia y volvió a observarla con mayor disimulo aún que el día anterior, para no llamar su atención ni la de sus amigos, porque mirarla le produjo, ya la primera vez, una sensación desconocida hasta entonces y, además, tenía un cierto temor a las bromas de sus amigos, si éstos se percataban de que mostraba interés por la muchacha.

Την επόμενη Κυριακή την ξαναδεί καθώς έβγαινε από τη λειτουργία της μικρής εκκλησίας, και την παρατήρησε πάλι με μεγαλύτερη μυστικότητα ακόμη από την προηγούμενη φορά, ώστε να μην τραβήξει την προσοχή της ή εκείνη των φίλων του, γιατί από την πρώτη κιόλας φορά που την είδε ένιωσε μια πρωτόγνωρη για εκείνον αίσθηση, και επιπλέον φοβόταν μη γίνει ο περίγελος των φίλων του σε περίπτωση που έπαιρναν είδηση ότι ενδιαφερόταν για το κορίτσι.

 

 

El joven, Yorgos, que procedía del norte, había llegado a ese lugar desde Patras, donde la rebelión contra los turcos comenzaba a tener carácter de guerra abierta, y aparentaba ser un pequeño comerciante de la zona con el encargo, por parte de los jefes militares, de reclutar jóvenes que lucharan para liberar la patria, alimentos para los patriotas rebeldes y apoyo de la población para ayudar y encubrir, si fuera necesario a los patriotas que luchaban.

Ο νεαρός, που άκουγε στο όνομα Γιώργος, καταγόταν από το βορρά και είχε φτάσει στα μέρη εκείνα από την Πάτρα όπου η εξέγερση ενάντια στους Τούρκους είχε αρχίσει να παίρνει χαρακτήρα ανοιχτού πολέμου. Παρίστανε τον τοπικό μικρέμπορα, όμως οι στρατιωτικοί αρχηγοί τού είχαν αναθέσει να στρατολογεί νέους στον αγώνα για την απελευθέρωση της πατρίδας, να συγκεντρώνει τρόφιμα για τους πατριώτες επαναστάτες και να ζητά στήριξη από τον πληθυσμό ώστε να βοηθήσει και να παράσχει άσυλο, αν ήταν αναγκαίο, στους πατριώτες που πολεμούσαν.

 

 

Durante la semana, debido a sus continuas visitas a los pueblos cercanos con el fin de cerrar algunos tratos comerciales y no llamar la atención sobre el verdadero carácter de sus visitas, no pudo pasar por la plaza del pueblo, pero el domingo se citó frente a la iglesia poco antes del comienzo de la celebración religiosa con Demetrio, un muchacho del lugar que colaboraba en su misión política, y lo hizo  inusualmente pronto para su costumbre, con el oculto fin de poder ver a la muchacha cuando entrara a la liturgia, pero ella no apareció y pasado un rato se acercaron a la taberna y en compañía de otros jóvenes del lugar bebieron uzo y cantaron como tenían por costumbre.

Κατά τη διάρκεια της εβδομάδας, λόγω των συνεχών επισκέψεών του στα γειτονικά χωριά προκειμένου να κλείσει κάποιες εμπορικές συμφωνίες και να μην προκαλέσει υποψίες σχετικά με τους πραγματικούς λόγους των επισκέψεων αυτών, δεν μπόρεσε να περάσει από την πλατεία του χωριού. Ωστόσο την Κυριακή κανόνισε ραντεβού μπροστά από την εκκλησία, λίγο πριν ξεκινήσει η θρησκευτική λειτουργία, με τον Δημήτριο, ένα νεαρό από τα μέρη εκείνα με τον οποίο συνεργάζονταν στην πολιτική αποστολή που είχε αναλάβει. Η ώρα ήταν ασυνήθιστα πρωινή για τις συνήθειές του, ελπίζοντας ενδόμυχα να δει το κορίτσι τη στιγμή που θα έμπαινε στη λειτουργία. Εκείνη, όμως, δεν εμφανίστηκε, και μετά από λίγο τράβηξαν για την ταβέρνα όπου με τη συντροφιά άλλων ντόπιων νέων ήπιαν ούζο και τραγούδησαν, καθώς συνήθιζαν.

 

 

Cuando salieron de la taberna, ya cerca del mediodía, la volvió a ver. Esta vez bailaba animadamente con un grupo de lugareños los syrtos propios de la zona y agitaba graciosamente un pañuelo de seda. Ensimismado en la escena, algo turbado, sin atreverse a participar en los bailes, por miedo a llamar excesivamente la atención y arruinar su misión, y por su propia timidez se mantuvo alejado de la escena reprochándose una y otra vez no tomar la decisión de acercarse. y envidió a su amigo Demetrio, que ya bailaba con el grupo.

Κόντευε μεσημέρι όταν βγήκαν από την ταβέρνα. Τότε την ξαναείδε. Αυτή τη φορά χόρευε ζωηρά μαζί με μια ομάδα ντόπιων τους παραδοσιακούς συρτούς χορούς της περιοχής και κουνούσε με χάρη ένα μεταξένιο μαντήλι. Απορροφημένος από τη σκηνή και κάπως ταραγμένος, μην τολμώντας να πάρει μέρος στους χορούς από φόβο μήπως τραβήξει υπερβολικά την προσοχή και καταστρέψει την αποστολή του, αλλά και επειδή ντρεπόταν, έμεινε μακριά από τη σκηνή, κατηγορώντας τον εαυτό του ξανά και ξανά που δείλιαζε να πλησιάσει, ενώ φθονούσε τον φίλο του Δημήτριο που χόρευε με την ομάδα.

 

 

Las semanas transcurrieron sin excesivos sobresaltos y su misión se  completaba día a día con éxito, lo que le producía gran tranquilidad, sin embargo, no terminaba de sentirse bien porque no encontraba el momento adecuado de presentarse ante aquella muchacha que le producía esa sensación extraña, que le inmovilizaba, que le había llamado la atención cuando iba a la fuente con su cántaro y tan graciosamente movía el pañuelo mientras bailaba.

Οι εβδομάδες περνούσαν χωρίς ιδιαίτερες εκπλήξεις και η αποστολή του ολοκληρωνόταν μέρα με τη μέρα με επιτυχία, πράγμα που τον καθησύχαζε, ωστόσο, δεν ένιωθε τόσο καλά αφού δεν έβρισκε την κατάλληλη ευκαιρία για να παρουσιαστεί στο κορίτσι που του προκαλούσε εκείνη την περίεργη αίσθηση, που τον ακινητοποιούσε, που του είχε τραβήξει την προσοχή όταν πήγαινε στην πηγή με τη στάμνα της και που με τόση χάρη κουνούσε με το μαντήλι όταν χόρευε.

 

 

Días más tarde, mientras regresaba de una de sus visitas por los pueblos cercanos, vio acercarse una patrulla de turcos, lo que representaba una importante amenaza para él. Decidió esconderse entre los olivos para evitarlos, pero las recientes lluvias habían reblandecido el terreno y se marcaron las huellas de su caballo, lo que no pasó desapercibido para la patrulla que, al ver huellas que se apartaban del camino, detuvo su marcha para, con gran precaución, rastrear la zona hasta descubrir dónde se dirigían, de quién eran y qué podían significar.

Λίγες ημέρες αργότερα, καθώς επέστρεφε από μία από τις επισκέψεις του στα γειτονικά χωριά, είδε μία περίπολο Τούρκων να πλησιάζει, πράγμα που συνιστούσε σημαντική απειλή για τον ίδιο. Αποφάσισε να κρυφτεί ανάμεσα στα λιόδεντρα για να τους αποφύγει, αλλά οι πρόσφατες βροχές είχαν μαλακώσει το έδαφος με αποτέλεσμα να διαγράφονται τα ίχνη του αλόγου του, κάτι που δεν πέρασε απαρατήρητο από την περίπολο. Σαν διαπίστωσε ότι τα ίχνη  απομακρύνονταν από το μονοπάτι, σταμάτησε για να ανιχνεύσει πιο διεξοδικά την περιοχή έως ότου ανακαλύψει προς τα πού κατευθύνονταν, σε ποιον ανήκαν και τι μπορεί να σήμαιναν.

 

 

Nuestro valiente joven se alejó del camino cuanto pudo con el mayor sigilo posible y procuró pisar sobre piedras para evitar dejar señales, pero la patrulla, que seguía su leve rastro, se acercaba con rapidez y, aunque escondido, el joven, al abrigo de unas rocas, percibía el peligro y oía los pasos de los turcos cada vea más próximos. Instantes después pudo sentir la presencia de los turcos al otro lado de las rocas, que le servían de parapeto. Se habían detenido y parecían dudar qué camino seguir. Notó que comenzaban a rodear su refugio y se aprestó a cargar su pistola y acercar el cuchillo, que llevaba al cinto, por si se hacía necesario usarlo. Uno de los caballos de la patrulla asomó el hocico y al tiempo el jinete mostró a su compañero el leve rastro dejado. El encuentro era inminente, intentó serenarse, reunió todas sus fuerzas, imaginó cómo hacerles frente, apretó los dientes y se preparó para luchar.

Όταν ο θαρραλέος νεαρός μας βρήκε την κατάλληλη ευκαιρία απομακρύνθηκε από το μονοπάτι όσο πιο αθόρυβα μπορούσε, φροντίζοντας να πατά πάνω σε πέτρες για να μην αφήνει σημάδια. Παρόλα αυτά, η περίπολος που ακολουθούσε τα ελαφριά του ίχνη πλησίαζε με γοργούς ρυθμούς, με αποτέλεσμα το παλικάρι που είχε βρει κρυψώνα σε κάτι βράχους να αισθάνεται τον κίνδυνο και να ακούει τα βήματα των Τούρκων ολοένα να πλησιάζουν. Λίγες στιγμές αργότερα ένιωθε την παρουσία των Τούρκων στην άλλη πλευρά των βράχων που χρησίμευαν ως παραπέτασμα. Είχαν σταματήσει και έμοιαζαν να μην ξέρουν ποιο μονοπάτι να ακολουθήσουν. Αντιλήφθηκε πως είχαν αρχίσει να κυκλώνουν το καταφύγιό του και βιάστηκε να γεμίσει το πιστόλι του και να ψάξει το μαχαίρι που είχε στο ζωστήρα του, σε περίπτωση που χρειαζόταν να το χρησιμοποιήσει. Ένα από τα άλογα της περιπόλου έχωσε τη μουσούδα του στο καταφύγιο την ίδια στιγμή που ο καβαλάρης έδειχνε στον σύντροφό του τα ελαφριά ίχνη που είχε αφήσει. Ήταν θέμα χρόνου να τον βρουν. Προσπάθησε να ηρεμήσει, μάζεψε όλες του τις δυνάμεις, σκέφτηκε πώς να τους αντιμετωπίσει, έσφιξε τα δόντια και ετοιμάστηκε να αγωνιστεί.

 

 

En ese instante, cuando iba a ser descubierto, un cordial saludo pronunciado en turco desde el otro lado de la roca llamó la atención de la patrulla y tras unas breves palabras los turcos se alejaron del lugar acompañados de la persona que les había saludado.

Τη στιγμή εκείνη, όταν επρόκειτο να τον ανακαλύψουν, ακούστηκε από την άλλη πλευρά των βράχων ένας εγκάρδιος χαιρετισμός στα τουρκικά, ο οποίος απέσπασε την προσοχή της περιπόλου. Ύστερα από μια σύντομη κουβέντα, οι Τούρκοι απομακρύνθηκαν από το μέρος συνοδευόμενοι από το άτομο που τους είχε απευθύνει το χαιρετισμό.

 

 

Yorgos respiró profundamente liberándose de la tensión, y momentos después aquel desconocido se presentaba ante él y le ofrecía su cercana casa para comer algo y, puesto que atardecía, descansar hasta el día siguiente o hasta que pasara el peligro, ofrecimiento que Yorgos aceptó mostrando gran alivio, consciente, como era, del peligro que había corrido y de la importancia de haber encontrado a alguien capaz de actuar como lo había hecho aquel muchacho.

Με μια βαθιά ανάσα ο Γιώργος απελευθέρωσε την ένταση, ενώ λίγα λεπτά αργότερα παρουσιάστηκε μπροστά του εκείνος ο άγνωστος για να του προσφέρει το σπίτι του, που βρισκόταν σε κοντινή απόσταση, όπου μπορούσε να φάει κάτι και, μιας και νύχτωνε, να ξεκουραστεί μέχρι την επόμενη ημέρα ή έως ότου περάσει ο κίνδυνος. Ο Γιώργος δέχτηκε την προσφορά με μεγάλη ανακούφιση έχοντας επίγνωση του κινδύνου που είχε διατρέξει και του πόσο σημαντικό ήταν που είχε συναντήσει κάποιον ικανό να ενεργήσει όπως εκείνο το αγόρι.

 

 

Por el camino, Yorgos, ya recuperado de la tensión anterior, agradeció la intervención y el ofrecimiento a Yannis, su hasta ahora desconocido amigo, y éste le contó cómo había visto desde su casa a Yorgos, que bajaba por el camino y, al tiempo se aproximaba a una patrulla, y comprendiendo el peligro que se le avecinaba, y puesto que sabía por las habladurías del contorno que un forastero se desplazaba por los pueblos cercanos para algo más que hacer tratos, había decidido salir a buscarle con el fin evitar el encuentro con la patrulla  porque, sin duda, la vida de Yorgos corría peligro.

Στη διαδρομή, ο Γιώργος, που είχε ήδη συνέλθει από την ένταση, ευχαρίστησε τον Γιάννη, τον άγνωστο μέχρι τότε φίλο του, για την παρέμβαση και την προσφορά του. Εκείνος του διηγήθηκε ότι τον είχε δει από το σπίτι του να κατηφορίζει το μονοπάτι τη στιγμή που πλησίαζε μία περίπολος, και αντιλαμβανόμενος τον κίνδυνο που τον ζύγωνε –δεδομένου ότι είχε ακούσει τα κουτσομπολιά του περίγυρου σχετικά με έναν ξένο που περιφερόταν στα γύρω χωριά όχι απλά για να κλείνει συμφωνίες– αποφάσισε να ψάξει να τον βρει αποτρέποντας μια ενδεχόμενη συνάντηση με την περίπολο που, αναμφίβολα, θα έθετε σε κίνδυνο τη ζωή του Γιώργου.

Yannis vivía en una casa rústica y sencilla próxima al pueblo situada en un claro de los olivos que la circundaban. Se acercaron a ella y le presentó a sus padres que trasteaban en una pequeña huerta. Tras el intercambio de saludos y alguna broma de Yannis sobre los fines de la visita del invitado a la zona, entraron en la casa y Yorgos quedó muy sorprendido. Allí, de espaldas a ola puerta, vestida totalmente de blanco, remangada hasta los codos como quien está trabajando en la casa y con un delantal oscuro en tonos marrones arrollado en la cintura, tocada con un pequeño gorrito que dejaba escapar dos largos mechones de pelo negro a cada lado, mirando con interés, como si esperara algo o a alguien, a través de una pequeña ventana ligeramente alta para su estatura, a pesar de estar de puntillas, sobre sus pies desnudos, allí, estaba ella, la muchacha del cántaro y del gracioso movimiento del pañuelo.

Ο Γιάννης ζούσε σε ένα απλό αγροτόσπιτο κοντά στο χωριό, σε ένα ξέφωτο περικυκλωμένο από ελαιόδεντρα. Όταν πλησίασαν τον σύστησε στους γονείς του που καταπιάνονταν εκείνη τη στιγμή μ' έναν μικρό περιβόλι. Μετά την ανταλλαγή χαιρετισμών και κάποιο αστείο του Γιάννη σχετικά με τους λόγους της επίσκεψης του καλεσμένου στην περιοχή, μπήκαν στο σπίτι, όπου μία έκπληξη περίμενε τον Γιώργο. Εκεί, με την πλάτη γυρισμένη στην πόρτα, ντυμένη ολόλευκα, με τα μανίκια μαζεμένα ως τους αγκώνες σαν να ασχολούνταν με οικιακές εργασίες και μια σκούρα ποδιά σε καφέ αποχρώσεις τυλιγμένη στη ζώνη της, με το κεφάλι καλυμμένο μ’ ένα σκουφάκι απ’ όπου ξεγλιστρούσαν δύο μακριές τούφες μαύρων μαλλιών σε κάθε πλευρά,  κοιτούσε με ενδιαφέρον, σαν να περίμενε κάτι ή κάποιον, μέσα από ένα μικρό παράθυρο που ήταν κάπως ψηλό για το ύψος της, παρόλο που στεκόταν στις μύτες των γυμνών ποδιών της. Εκεί, ήταν εκείνη, το κορίτσι με τη στάμνα και τη χαριτωμένη κίνηση του μαντηλιού.

 

 

Yannis llamó su atención para que saludara al recién llegado y, por segunda vez, cruzaron su mirada mientras. María, nombre de la muchacha, nada dijo de su primer encuentro y Yorgos, aún sin haberse repuesto de su nueva sorpresa, reiteró, no sin cierto nerviosismo, las gracias por la invitación y la amabilidad de la familia. Nervios que no pasaron desapercibidos a la madre de María ni a Yannis, aunque los atribuyeron al reciente encuentro con los turcos.

Ο Γιάννης τράβηξε την προσοχή της για να χαιρετήσει τον νεοφερμένο, και ήταν τότε που συναντήθηκαν για δεύτερη φορά τα βλέμματά τους. Η Μαρία, αυτό ήταν το όνομα της κοπέλας, δεν ανέφερε τίποτα για την πρώτη τους συνάντηση και ο Γιώργος, που δεν είχε συνέλθει ακόμη από την καινούρια αυτή έκπληξη, ευχαρίστησε με κάποια νευρικότητα για μία ακόμη φορά την οικογένεια για την πρόσκληση και την καλοσύνη της. Η νευρικότητα αυτή δεν πέρασε απαρατήρητη από τη μητέρα της Μαρίας ούτε από τον Γιάννη, ωστόσο την απέδωσαν στην πρόσφατη συνάντησή του με τους Τούρκους.

 

 

Tomaron unos alimentos ligeros en la misma entrada de la casa a la luz de unas velas. La estancia, que también acogía la cocina baja, de dimensiones modestas, apenas tenía muebles, unos bancos la rodeaban mesa donde comían, unas baldas sustentaban algunos platos y utensilios de cocina y en el extremo donde estaba la ventana, una banqueta en el rincón y junto a ella un recipiente que contenía agua. Al otro lado del hueco de la ventana, mucho más largo que ésta, un pequeño tiesto sostenía una florida rama de azucenas, que Yorgos no supo interpretar.

Έφαγαν κάτι ελαφρύ στην είσοδο του σπιτιού υπό το φως των κεριών.   Το δωμάτιο, που στέγαζε επίσης τη χαμηλοτάβανη και μικρή κουζίνα, είχε ελάχιστα έπιπλα, μερικοί πάγκοι περιέβαλαν το τραπέζι όπου έτρωγαν, κάποια ράφια βαστούσανε πιάτα και κουζινικά σκεύη, και στην άκρη όπου βρισκόταν το παράθυρο, στη γωνία, υπήρχε ένα σκαμνάκι και κοντά του ένα δοχείο με νερό. Δίπλα στο κενό του παραθύρου, πολύ μεγαλύτερο σε μήκος από αυτό, υπήρχε σε μια μικρή πήλινη γλάστρα ένα ανθισμένο κλαδί κρίνου, την ερμηνεία του οποίου ο Γιώργος αγνοούσε.

 

 

Comieron, hablaron sobre la situación de los griegos y su independencia, y la familia le aconsejó que abandonara durante un tiempo su actividad clandestina que, al parecer, no lo era tanto como él hubiera deseado, y le invitaron a quedarse durante unos días hasta que las patrullas turcas olvidaran que había un forastero viajando por los alrededores.

Έφαγαν, κουβέντιασαν για την κατάσταση των Ελλήνων και την ανεξαρτησία τους, και η οικογένεια τον συμβούλευσε να εγκαταλείψει για λίγο καιρό τη μυστική δραστηριότητά του, η οποία, όπως φαινόταν, δεν ήταν τόσο μυστική όσο θα το ήθελε εκείνος. Του πρότειναν να μείνει κοντά τους μερικές ημέρες έως ότου ξεχάσουν οι τουρκικές περίπολοι ότι ένας ξένος περιφερόταν στα πέριξ.

 

 

Yorgos, impresionado por todo lo que había sucedido, por la amabilidad de aquellas personas, por los riesgos que corrían al intentar ayudarle y por el encuentro fortuito con aquella muchacha, que tan sólo su presencia turbaba su ánimo, aceptó la invitación a cambio de que durante el tiempo que estuviera en la casa le encargaran algún trabajo que él pudiera realizar, para compensar los gastos y molestias que pudiera ocasionarles y sentirse útil. Aceptaron todos entre risas, bromas y referencias a la  tradicional hospitalidad griega y dispusieron todo para su estancia.

Ο Γιώργος, εντυπωσιασμένος από τα όσα είχαν συμβεί, από την ευγένεια εκείνων των ανθρώπων, από τους κινδύνους που διέτρεχαν προσπαθώντας να τον βοηθήσουν, καθώς και από την τυχαία συνάντηση με εκείνο το κορίτσι, του οποίου η παρουσία και μόνο τον αναστάτωνε, δέχτηκε την πρόταση με την προϋπόθεση ότι όσο καιρό θα έμενε στο σπίτι τους θα του ανέθεταν δουλειές τις οποίες θα μπορούσε να φέρει εις πέρας, ως αποζημίωση για τα έξοδα και την αναστάτωση που θα τους προκαλούσε, καθώς και για να αισθάνεται χρήσιμος. Δέχτηκαν όλοι με γέλια και αστεία, κάνοντας λόγο για την ελληνική παραδοσιακή φιλοξενία και ετοίμασαν τα απαραίτητα για τη διαμονή του εκεί.

 

 

Los días pasaban con total calma, demasiada para el espíritu emprendedor y vivaz de Yorgos, que realizaba pequeñas reparaciones y acondicionamientos en los corrales y en la casa, y su estancia con aquella familia se fue haciendo cada día más agradable y aún más cuando podía contemplar a María durante las tardes mientras caía el sol y los trabajos disminuían por la falta de luz. Entonces se sentaban a la puerta de la casa y esperaban el regreso del campo del resto de la familia; y mientras esto sucedía hablaban de lo que se decía en el pueblo, de lo difícil que era vivir del trabajo en el campo, y lentamente aumentaba la confianza mutua.

Οι ημέρες κυλούσαν με απόλυτη ηρεμία, υπερβολική για τον δραστήριο και ζωντανό χαρακτήρα του Γιώργου, ο οποίος έκανε μικρές επισκευές και επιδιορθώσεις στις στάνες και στο σπίτι. Η διαμονή του σε εκείνη την οικογένεια γινόταν κάθε μέρα και πιο ευχάριστη, ακόμα περισσότερο όταν μπορούσε να παρατηρεί τη Μαρία τα απογεύματα, την ώρα που έπεφτε ο ήλιος και δεν μπορούσαν να συνεχίσουν τις δουλειές επειδή λιγόστευε το φως. Τότε καθόντουσαν στην πόρτα του σπιτιού και περίμεναν την υπόλοιπη οικογένεια να γυρίσει από τα χωράφια. Στο μεταξύ, κουβέντιαζαν για όσα λέγονταν στο χωριό, για το πόσο δύσκολο ήταν να ζήσει κανείς από τις γεωργικές εργασίες, με αποτέλεσμα να αυξάνεται σιγά-σιγά η μεταξύ τους εμπιστοσύνη.

 

 

Pasados unos días la familia decidió bajar al pueblo para celebrar una de las fiestas de aquel lugar y le propusieron que les acompañara porque habría muchos vecinos de pueblos cercanos y su presencia no llamaría la atención en exceso.

Έπειτα από λίγες μέρες η οικογένεια αποφάσισε να κατέβει στο χωριό με την ευκαιρία μιας τοπικής γιορτής και του πρότειναν να τους συνοδεύσει καθώς θα υπήρχαν πολλοί κάτοικοι γειτονικών χωριών και η παρουσία του δε θα τραβούσε ιδιαίτερα την προσοχή.

 

 

Una vez en el pueblo se acercaron a la plaza donde encontró a los jóvenes que ya conocía, entre los que estaba  Demetrio, a quien la familia parecía conocer, y a otros que le presentaron iniciándose una agradable charla.

Σαν έφτασαν στο χωριό, τράβηξαν κατά την πλατεία όπου συνάντησε τους νεαρούς που γνώριζε ήδη, μεταξύ των οποίων ήταν και ο Δημήτριος που, όπως φαινόταν, ήταν γνωστός της οικογένειας, και άλλους που του σύστησαν και με τους οποίους ξεκίνησε μια ευχάριστη κουβέντα.

 

 

Comenzada la fiesta, María le invitó a unirse al grupo que bailaba, al que ya se había unido Demetrio, y Yorgos aceptó encantado. Le pareció que María acariciaba la tierra mientras trenzaba los pasos del baile, que se movía con más gracia aún que el día que la conoció y el grupo perdió nitidez a medida que ella centraba toda su atención.

Όταν ξεκίνησε η γιορτή, η Μαρία τον κάλεσε να χορέψει μαζί με τους άλλους, ανάμεσα στους οποίους βρισκόταν ήδη ο Δημήτριος, κι εκείνος δέχτηκε με χαρά. Είχε την εντύπωση ότι η Μαρία χάιδευε τη γη σε κάθε βήμα του χορού, ότι λικνιζόταν με ακόμα περισσότερη χάρη απ’ ό,τι τη μέρα που τη γνώρισε, και η ομάδα έχανε την ευκρίνειά της καθώς όλη του η προσοχή ήταν επικεντρωμένη σε εκείνη.

 

 

Bailaron hasta que se suspendió la música y entonces se acercaron a la ribera del río para comer, y tras la comida, mientras los padres reposaban, dieron un largo paseo por la orilla. Le pareció que la naturaleza guardaba silencio para escucharles, que colores y formas se desvanecían creando una atmósfera irreal en la que sólo María conservaba todo su esplendor y nitidez. Un ambiente dulce le rodeó y parecía protegerle dándole intimidad. La conversación se le hizo cada vez más íntima y la mirada de Yorgos se entrelazaba con la de María acariciándola.

Χόρεψαν έως ότου έπαψε η μουσική και τότε πήγαν δίπλα στον ποταμό για να φάνε. Μετά το γεύμα, κι ενώ οι γονείς ξεκουράζονταν, έκαναν μια μεγάλη βόλτα στη όχθη. Του φάνηκε ότι η φύση έκανε ησυχία για να τους αφουγκραστεί, ότι τα χρώματα και οι μορφές εξαφανίζονταν δημιουργώντας μια πλασματική ατμόσφαιρα, όπου μόνο η Μαρία διατηρούσε τη λαμπρότητα και την ευκρίνειά της. Μια γλυκιά αίσθηση τον περιέβαλε σαν να τον προστάτευε, κάνοντάς τον να νιώθει οικεία. Η κουβέντα γινόταν ολοένα και πιο φιλική, ενώ το βλέμμα του Γιώργου διασταυρωνόταν με εκείνο της Μαρίας, χαϊδεύοντάς το.

 

 

Le devolvió a la realidad el griterío de la gente que salía del pueblo corriendo para refugiarse en los roquedales de la ribera del río, porque estaban siendo perseguidos por una numerosa patrulla turca que, al parecer, había disuelto una reunión de jóvenes, que en la plaza del pueblo cantaban himnos considerados rebeldes, y los muchachos les habían hecho frente.

Τον επανέφεραν στην πραγματικότητα οι κραυγές των ανθρώπων που έφευγαν τρέχοντας από το χωριό για να βρουν καταφύγιο στα βράχια της όχθης του ποταμού, αφού τους καταδίωκε μια πολυάριθμη περίπολος Τούρκων, η οποία φαίνεται πως είχε διαλύσει μια συγκέντρωση νεαρών, που τραγουδούσαν στο κέντρο της πλατείας ύμνους που θεωρούνταν επαναστατικοί, και τα αγόρια τους είχαν αψηφήσει.

 

 

Pasados los momentos de temor, y ya a salvo de los turcos, se reunieron con el resto de la familia e iniciaron el camino de vuelta a casa. Entristecidos por la truncada fiesta y por los paisanos detenidos por los turcos, se retiraron cada uno a su habitación con la intención de dormir aunque todos adivinaban una noche de insomnio.

Αφού πέρασαν οι στιγμές του τρόμου, και δεν διέτρεχαν πια τον κίνδυνο των Τούρκων, συναντήθηκαν με τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας και πήραν τον δρόμο του γυρισμού. Θλιμμένοι όπως ήταν για το άδοξο τέλος της γιορτής και για τους συμπατριώτες τους που είχαν συλληφθεί από τους Τούρκους, τράβηξαν καθένας για το δωμάτιό του με σκοπό να κοιμηθούν, παρόλο που μάντευαν ότι τους περίμενε μια νύχτα αϋπνίας.

 

 

Yorgos, intranquilo por los sucesos de la tarde y por la suerte de Demetrio, salió al poco rato a la puerta de la casa con la intención de estar alerta por si alguna patrulla se aproximaba por la casa. María se le había adelantado y, allí bajo las estrellas, intentó reunir el valor necesario para confesarle su admiración e interés por ella desde el día que la vio en la plaza y así, el uno al lado del otro poder contemplar las estrellas hasta que la aurora les sorprendiera; pero apenas se había acercado a ella se oyeron las pisadas de caballos acercándose y el hablar fuerte de los turcos por el camino. Yorgos comprendió la situación. Con rapidez pasó a su pequeña habitación, recogió las pocas cosas que llevaba consigo  y  que  podían   delatar  su presencia, esperó a que se dejaran de oír los caballos y las voces y  se  acercó a la  cocina  por  si  podía despedirse  de  María  quien,

Ο Γιώργος, ανήσυχος για τα όσα συνέβησαν το απόγευμα, καθώς και για την τύχη του Δημήτριου, βγήκε μετά από λίγη ώρα στην πόρτα του σπιτιού για να είναι σε εγρήγορση σε περίπτωση όπου πλησίαζε στο σπίτι κάποια περίπολος. Η Μαρία τον είχε προλάβει και, εκεί, κάτω απ’ τα αστέρια προσπάθησε να μαζέψει το θάρρος που χρειαζόταν για να της εξομολογηθεί τον θαυμασμό και το ενδιαφέρον που έτρεφε για εκείνη από τη μέρα που την είχε δει στην πλατεία, κι έτσι ο ένας δίπλα στον άλλον να μπορέσουν να αγναντεύσουν  τα αστέρια μέχρι να τους βρει η αυγή. Δεν πρόλαβε όμως να την πλησιάσει και ακούστηκαν στο μονοπάτι βήματα αλόγων να πλησιάζουν, καθώς και οι δυνατές φωνές των Τούρκων. Ο Γιώργος κατάλαβε αμέσως τι συνέβαινε. Πήγε γρήγορα στο μικρό δωμάτιό του, μάζεψε τα λιγοστά πράγματα που είχε και τα οποία μπορούσαν να προδώσουν την παρουσία του, περίμενε έως ότου να μην ακούγονται πια τα άλογα και οι φωνές και πλησίασε στην κουζίνα σε μια

efectivamente, estaba allí vestida para iniciar la faena del día, y nuevamente miraba hacia la ventana, bajo la cual había una nueva rama de azucena. A punto estaba Yorgos de llamar su atención cuando al otro lado de la ventana apareció un rostro conocido, era Demetrio.

προσπάθεια να αποχαιρετήσει τη Μαρία. Η Μαρία ήταν πράγματι εκεί, ντυμένη με τα ρούχα εργασίας κι έτοιμη να πιάσει δουλειά, ενώ κοιτούσε για μία ακόμη φορά προς το παράθυρο, κάτω από το οποίο υπήρχε ένα καινούριο κλαδί κρίνου. Ο Γιώργος ήταν έτοιμος να τη φωνάξει όταν τη στιγμή εκείνη παρουσιάστηκε στην άλλη πλευρά του παραθύρου ένα γνώριμο πρόσωπο. Ήταν ο Δημήτριος.

 

 

Una mirada dio paso a un furtivo y rápido beso, pero aquel leve contacto a través de la ventana de aquella cocina en la que ahora colgaban algunas ristras de ajos, que había sido encalada al tiempo que Yorgos construía un pequeño poyo por debajo de la ventana, terminó con un sueño que el tiempo y las vicisitudes de la revolución no borraron.

Pedro Álvarez.

Το βλέμμα διαδέχτηκε ένα κλεφτό και γρήγορο φιλί, αλλά εκείνη η απαλή επαφή μέσα από το παράθυρο της κουζίνας, στην οποία τώρα κρεμόντουσαν μερικές πλεξίδες σκόρδου και που είχε ασβεστωθεί όταν ο Γιώργος έχτιζε ένα μικρό πέτρινο πεζούλι κάτω από το παράθυρο, έβαλε τέλος σε ένα όνειρο, το οποίο ούτε ο χρόνος ούτε οι αντιξοότητες της επανάστασης έμελλε να σβήσουν.

Traducción: Matiz Soluciones Lingüísticas.

 

 

 

 

 

 

Nikeforos Lytras (1832-1904) nació en la isla de Tinos (archipiélago de las Cicladas), fundador y patriarca del arte griego. A partir de 1860, mediante una beca, estudió en la Real Academia de Bellas Artes de Munich, donde adquirió el concepto academicista de la pintura que siguió durante toda su vida. Al terminar sus estudios en Munich regresó a Atenas donde fue profesor de la Escuela de Bellas Artes. La parte más importante de su obra fueron las escenas de género, prestando mucha atención a los temas etnográficos y al retrato.

 

 

 

 

 

 

Los cuadros: Corresponden a dos escenas llamadas de género en las que queda retratada la austera vida de parte de la población griega de la época y, en especial, la actitud cautelosa de una joven, prácticamente en el mismo ambiente y escena en los dos cuadros, con algunos símbolos como los pies descalzos o la ramita de azucena, símbolo de la pureza.

Αναμονή, La espera, entre 1895 -1900.

Το φίλημα. El beso, antes de 1878.

 

 

 

 

 

 

 

© 00 / 2012 / 704